- δημοπιθηκος
- δημοπίθηκοςδημο-πίθηκος(ῐ) ὅ досл. народная обезьяна, кривляка, перен. надуватель, обманщик народа Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δημοπίθηκος — δημοπίθηκος, ο (Α) αυτός που με κολακείες εξαπατά τον λαό … Dictionary of Greek
δημοπίθηκος — mob jackanapes masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοπιθήκους — δημοπίθηκος mob jackanapes masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοπιθήκων — δημοπίθηκος mob jackanapes masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… … Dictionary of Greek
πίθηκος — ο, ΝΜΑ, και πίθηκας Ν, δωρ. τ. πίθακος Α γενική, σήμερα, ονομασία τών ανώτερων θηλαστικών, που, σύμφωνα με την σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, μαζί με τους προπιθήκους και τον άνθρωπο αποτελούν την τάξη τών πρωτευόντων, και ζουν στην Ασία, στην … Dictionary of Greek